ἀσηρής

ἀσηρής
ἀσηρής, ές, = sq.,
A causing discomfort, Gal.18(2).850.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασηρής — ἀσηρής ( οῡς), ες και ἀσηρός, ά, ον (και αιολ. ἄσαρος) (Α) [άση] 1. αυτός που προξενεί ενόχληση ή αηδία 2. αυτός που αισθάνεται αηδία ή περιφρόνηση για κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀσηρής — causing discomfort masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσηρῶν — ἀσηρής causing discomfort masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ἀσηρός causing discomfort masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσηρῶς — ἀσηρής causing discomfort adverbial (attic epic doric) ἀσηρός causing discomfort adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”